πωγωνοφόρος

πωγωνοφόρος
α, ο [ος , ον ] 1. бородатый;
2. (ο ) бородач

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πωγωνοφόρος" в других словарях:

  • πωγωνοφόρος — wearing a beard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωγωνοφόρος — α, ο / πωγωνοφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που… …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοφόρος — ο αυτός που έχει γενειάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωγωνοφόροι — πωγωνοφόρος wearing a beard masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωγωνοφόρου — πωγωνοφόρος wearing a beard masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • πωγωνικός — ή, ό / πωγωνικός, ή, όν, ΝΑ [πάγων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώγωνα 2. πωγωνοφόρος …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοτρόφος — ον, Α πωγωνοφόρος …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοφορία — η, Ν [πωγωνοφόρος] το να έχει κανείς γένια …   Dictionary of Greek

  • υπηνήτης — ὁ, Α 1. εκείνος που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει γένεια, πωγωνοφόρος («ὑπηνήτην τράγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»